„μάτσο“: ουδέτερο μάτσο [ˈmatso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Strauß, Bund, Bündel Straußαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάτσο ανθοδέσμη μάτσο ανθοδέσμη Bundουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάτσο μαϊδανός μάτσο μαϊδανός Bündelουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάτσο χαρτονομίσματα, γράμματα μάτσο χαρτονομίσματα, γράμματα