μάλλινος
[ˈmalinos], μάλλινη, μάλλινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
-
- μάλλινο παλτόουδέτερο | Neutrum, sächlich nWollmantelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μάλλινο περικάρπιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nPulswärmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m