„λουτρόπολη“: θηλυκό λουτρόπολη [luˈtropoli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Badeort, Kurort Badeortαρσενικό | Maskulinum, männlich m λουτρόπολη Kurortαρσενικό | Maskulinum, männlich m λουτρόπολη λουτρόπολη