λογαριάζω
[loɣaˈrjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
λογαριάζω
[loɣaˈrjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- berechnen, ausrechnenλογαριάζω υπολογίζωλογαριάζω υπολογίζω
- vorhabenλογαριάζω σχεδιάζωλογαριάζω σχεδιάζω
- mitrechnenλογαριάζω συμπεριλαμβάνωλογαριάζω συμπεριλαμβάνω
- berücksichtigenλογαριάζω λαμβάνω υπόψηλογαριάζω λαμβάνω υπόψη