λιπαντικό
[lipandiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schmiermittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nλιπαντικόλιπαντικό
- Gleitmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nλιπαντικό ιατρική | Medizinιατρλιπαντικό ιατρική | Medizinιατρ