λιμάνι
[liˈmani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Hafenαρσενικό | Maskulinum, männlich mλιμάνιλιμάνι
esempi
- λιμάνι βάσηςHeimathafenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λιμάνι εισαγωγώνEinfuhrhafenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λιμάνι προορισμούZielhafenαρσενικό | Maskulinum, männlich m