„λιγότερος“ λιγότερος [liˈɣoteros], λιγότερη, λιγότερο <συγκριτικός | Komparativkomp>επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) weniger weniger λιγότερος λιγότερος