„λεύκωμα“: ουδέτερο λεύκωμα [ˈlefkoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Album, Eiweiß Albumουδέτερο | Neutrum, sächlich n λεύκωμα λεύκωμα Eiweißουδέτερο | Neutrum, sächlich n λεύκωμα βιολογία | Biologieβιολ λεύκωμα βιολογία | Biologieβιολ