„λεχρίτης“: αρσενικό λεχρίτης [leˈxritis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Mistkerl Mistkerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεχρίτης λεχρίτης