λεπτός
[lepˈtos], λεπτή, λεπτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- λεπτός άνθρωπος
- schmalλεπτός πρόσωπολεπτός πρόσωπο
- feinλεπτός λεπτοκαμωμένοςλεπτός λεπτοκαμωμένος
- λεπτός μαλλιά
- taktvoll, feinfühligλεπτός διακριτικός, ευγενικόςλεπτός διακριτικός, ευγενικός
- λεπτός ερώτηση
- zartλεπτός ύφασμαλεπτός ύφασμα
- hochλεπτός φωνήλεπτός φωνή
- feinλεπτός όραση, ακοήλεπτός όραση, ακοή