„λεκτικός“ λεκτικός [lektiˈkos], λεκτική, λεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verbal verbal λεκτικός λεκτικός