„λειαίνω“: μεταβατικό ρήμα λειαίνω [liˈeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -ανθηκα; -ασμένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) glätten glätten λειαίνω λειαίνω