„λίτρο“: ουδέτερο λίτρο [ˈlitro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Liter Literαρσενικό | Maskulinum, männlich m λίτρο λίτρο esempi με το λίτροκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ literweise με το λίτροκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ