λήψη
[ˈlipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Erhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mλήψη παραλαβήEingangαρσενικό | Maskulinum, männlich mλήψη παραλαβήλήψη παραλαβή
- Empfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mλήψη τηλεόρασηςλήψη τηλεόρασης
- Einnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fλήψη φαρμάκουλήψη φαρμάκου
- Ergreifungθηλυκό | Femininum, weiblich fλήψη μέτρουλήψη μέτρου
- Aufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fλήψη φωτογραφία | Fotografieφωτολήψη φωτογραφία | Fotografieφωτο
- Downloadαρσενικό | Maskulinum, männlich mλήψη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υλήψη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ