λάστιχο
[ˈlastixo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gummiαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάστιχο υλικόλάστιχο υλικό
- Gummibandουδέτερο | Neutrum, sächlich nλάστιχο λουράκιGummiringαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάστιχο λουράκιλάστιχο λουράκι
- (Auto-)Reifenαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάστιχο αυτοκινήτουλάστιχο αυτοκινήτου
- (Wasser-)Schlauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάστιχο ποτίσματοςλάστιχο ποτίσματος
esempi
- λάστιχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl με καρφιάSpikesπληθυντικός | Plural pl
- λάστιχο ποδηλάτουFahrradreifenθηλυκό | Femininum, weiblich f