„λάμπω“: αμετάβατο ρήμα λάμπω [ˈlambo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) leuchten, scheinen, strahlen, glänzen leuchten λάμπω λάμπα, φως λάμπω λάμπα, φως scheinen λάμπω ήλιος, φεγγάρι λάμπω ήλιος, φεγγάρι strahlen (από vor+δοτική | +Dativ +dat) λάμπω κ. πρόσωπο λάμπω κ. πρόσωπο glänzen λάμπω γυαλίζω λάμπω γυαλίζω esempi στο μάθημα συνήθως λάμπει δια της απουσίας του er glänzt im Unterricht gerne durch Abwesenheit στο μάθημα συνήθως λάμπει δια της απουσίας του ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός παροιμία es ist nicht alles Gold, was glänzt ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός παροιμία