κύρος
[ˈkjiros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Prestigeουδέτερο | Neutrum, sächlich nκύροςκύρος
- κύρος φήμη
- Gewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nκύρος γνώμηςκύρος γνώμης
- Geltungθηλυκό | Femininum, weiblich fκύρος κάποιουκύρος κάποιου
- Gültigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκύρος νομικός όρος | Rechtswesenνομ ισχύςκύρος νομικός όρος | Rechtswesenνομ ισχύς