„κότα“: θηλυκό κότα [ˈkota]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Henne, Huhn Henneθηλυκό | Femininum, weiblich f κότα κλώσσα κότα κλώσσα Huhnουδέτερο | Neutrum, sächlich n κότα πτηνό κότα πτηνό