„κόπος“: αρσενικό κόπος [ˈkopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Mühe, Bemühung, Anstrengung Müheθηλυκό | Femininum, weiblich f κόπος Bemühungθηλυκό | Femininum, weiblich f κόπος Anstrengungθηλυκό | Femininum, weiblich f κόπος κόπος esempi με κόπο mit Mühe με κόπο δεν αξίζει τον κόπο es lohnt sich nicht δεν αξίζει τον κόπο χωρίς κόπο mühelos χωρίς κόπο μετά κόπων και βασάνων mit Mühe und Not μετά κόπων και βασάνων μπαίνω σε μεγάλο κόπο sich viel Mühe geben μπαίνω σε μεγάλο κόπο μπαίνω σε μεγάλο κόπο οικείο | umgangssprachlichοικ sich einen abbrechen μπαίνω σε μεγάλο κόπο οικείο | umgangssprachlichοικ nascondi gli esempimostra più esempi