„κόμικς“: πληθυντικός ουδετέρου κόμικς [ˈkomiks]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Comicheft, Comic Comicheftουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόμικς Comicαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόμικς κόμικς