„κυβερνώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κυβερνώ [kjiverˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) regieren, steuern regieren κυβερνώ κυβερνώ steuern κυβερνώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ κυβερνώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ