„ΚΤΕΟ“: ουδέτερο | βραχυγραφία ΚΤΕΟ [ˈkteo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nβραχυγραφία | Abkürzung abk (= Κέντρο Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων) Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) TÜV TÜVαρσενικό | Maskulinum, männlich m (Technischer Überwachungs-Verein) ΚΤΕΟ ΚΤΕΟ