„κρότος“: αρσενικό κρότος [ˈkrotos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Knall, Geräusch, Lärm Knallαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρότος κρότος Geräuschουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρότος θόρυβος Lärmαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρότος θόρυβος κρότος θόρυβος esempi κάνω κρότο Aufsehen erregen κάνω κρότο