„κραυγή“: θηλυκό κραυγή [kraˈvji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schrei (Auf-)Schreiαρσενικό | Maskulinum, männlich m κραυγή κραυγή esempi κραυγές Geschreiουδέτερο | Neutrum, sächlich n κραυγές κραυγή βοήθειας Hilfeschreiαρσενικό | Maskulinum, männlich m κραυγή βοήθειας