κράτημα
[ˈkratima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Haltegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mκράτημα αθλητισμός | Sportαθλκράτημα αθλητισμός | Sportαθλ
esempi
- κράτημα των χεριώνHändchenhaltenουδέτερο | Neutrum, sächlich n