κούκλα
[ˈkukla]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Puppeθηλυκό | Femininum, weiblich fκούκλακούκλα
- Dummyαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούκλα για προσομοίωση αυτοκινητιστικού ατυχήματοςκούκλα για προσομοίωση αυτοκινητιστικού ατυχήματος
- schöne Frauθηλυκό | Femininum, weiblich fκούκλα ωραία γυναίκακούκλα ωραία γυναίκα
esempi
- κούκλα βιτρίναςSchaufensterpuppeθηλυκό | Femininum, weiblich f