„κουτός“ κουτός [kuˈtos], κουτή, κουτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) doof, dumm, blöd, naiv, einfältig doof, dumm, blöd κουτός κουτός naiv, einfältig κουτός αφελής κουτός αφελής