κουπόνι
[kuˈponi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- κουπόνι
- Bonαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουπόνι απόκομμακουπόνι απόκομμα
- Gutscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουπόνι που δίνει δικαίωμα σε έκπτωσηκουπόνι που δίνει δικαίωμα σε έκπτωση
esempi
- κουπόνι βενζίνηςBenzingutscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κουπόνι βιβλίουBüchergutscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κουπόνι δώρωνRabattmarkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi