κουπέ
[kuˈpe]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουπέ σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρκουπέ σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
esempi
- κουπέ καπνιστώνRaucherabteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κουπέ πρώτης θέσηςErste(r)-Klasse-Abteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n