κορυφή
[koriˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Spitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fκορυφήκορυφή
- Gipfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφή βουνού, κ., δόξας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκορυφή βουνού, κ., δόξας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Wipfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφή δέντρουκορυφή δέντρου
- Koryphäeθηλυκό | Femininum, weiblich fκορυφή σε έναν κλάδοκορυφή σε έναν κλάδο
- Scheitelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφή μαθηματικά | Mathematikμαθκορυφή μαθηματικά | Mathematikμαθ
esempi
- κορυφή αναχώματοςDeichkroneθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- κορυφή κύματοςSchaumkroneθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi