„κοντός“ κοντός [konˈdos], κοντή, κοντόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kurz, klein klein(wüchsig) κοντός άνθρωπος κοντός άνθρωπος kurz κοντός όχι μακρύς κοντός όχι μακρύς esempi κοντό σορτσάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hotpantsθηλυκό | Femininum, weiblich f κοντό σορτσάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n