κομπογιαννίτης
[kombojaˈnitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Quacksalberαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομπογιαννίτηςκομπογιαννίτης