„κομπιάζω“: αμετάβατο ρήμα κομπιάζω [komˈbjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stocken stocken κομπιάζω στην ομιλία κομπιάζω στην ομιλία