κοινοπραξία
[kjinopraˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Interessenverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοινοπραξίακοινοπραξία
- Joint Ventureουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοινοπραξία οικονομία | Wirtschaftοικονκοινοπραξία οικονομία | Wirtschaftοικον