„κλώνος“: αρσενικό κλώνος [ˈklonos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) großer Ast, Klon großer Astαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλώνος κλώνος Klonαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλώνος βιολογία | Biologieβιολ κλώνος βιολογία | Biologieβιολ