„κλεπταποδόχος“: αρσενικό και θηλυκό κλεπταποδόχος [kleptapoˈðoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Hehler Hehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f κλεπταποδόχος κλεπταποδόχος