κλήρος
[ˈkliros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Losουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλήρος λαχνόςκλήρος λαχνός
- Schicksalουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλήρος μοίρακλήρος μοίρα
- Erbanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλήρος μερίδιο από κληρονομιάκλήρος μερίδιο από κληρονομιά
- Klerusαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλήρος θρησκεία | Religionθρησκκλήρος θρησκεία | Religionθρησκ