κλάσμα
[ˈklazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bruchstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλάσμα κομμάτικλάσμα κομμάτι
- Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλάσμα μαθηματικά | Mathematikμαθκλάσμα μαθηματικά | Mathematikμαθ
esempi
- κλάσμα δευτερολέπτουSekundenbruchteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κλασματικός λογαριασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBruchrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich f