„κλάμα“: ουδέτερο κλάμα [ˈklama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Weinen, Heulen Weinenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλάμα κλάμα Heulenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλάμα οικείο | umgangssprachlichοικ κλάμα οικείο | umgangssprachlichοικ esempi βάζω τα κλάματα anfangen zu weinen βάζω τα κλάματα ξεσπώ σε κλάματα in Tränen ausbrechen ξεσπώ σε κλάματα είναι για κλάματα! es ist zum Weinen! είναι για κλάματα!