„κινούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κινούμαι [kjiˈnume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich bewegen, sich regen, angetrieben werden sich bewegen κινούμαι κινούμαι sich regen κινούμαι ανεπαίσθητα κινούμαι ανεπαίσθητα angetrieben werden κινούμαι τεχνική | Technikτεχνκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κινούμαι τεχνική | Technikτεχνκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ