κινητοποίηση
[kjinitoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Mobilisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκινητοποίησηAufgebotουδέτερο | Neutrum, sächlich nκινητοποίησηκινητοποίηση
- Engagementουδέτερο | Neutrum, sächlich nκινητοποίηση δραστηριότητακινητοποίηση δραστηριότητα