κερδοσκόπος
[kjerðoˈskopos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wuchererαρσενικό | Maskulinum, männlich mκερδοσκόποςWucherinθηλυκό | Femininum, weiblich fκερδοσκόποςκερδοσκόπος
- Spekulantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκερδοσκόπος στο χρηματιστήριοκερδοσκόπος στο χρηματιστήριο