„καχύποπτος“ καχύποπτος [kaˈçipoptos], καχύποπτη, καχύποπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) argwöhnisch argwöhnisch καχύποπτος καχύποπτος esempi γίνομαι καχύποπτος stutzig werden γίνομαι καχύποπτος