κατατάσσω
[kataˈtaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- κατατάσσω
- einstufen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)κατατάσσω εντάσσωκατατάσσω εντάσσω
- klassifizierenκατατάσσω ταξινομώκατατάσσω ταξινομώ