καταστροφή
[katastroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zerstörungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταστροφή αφανισμόςVernichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταστροφή αφανισμόςκαταστροφή αφανισμός
- Ruinαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταστροφή οικονομικήκαταστροφή οικονομική
- Katastropheθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταστροφή συμφοράκαταστροφή συμφορά
esempi
- καταστροφή από πλημμύραFlutkatastropheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταστροφή του κλίματοςKlimakatastropheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταστροφική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fZerstörungswerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi