καταπράυνση
[kataˈprainsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Besänftigungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταπράυνση ανθρώπουκαταπράυνση ανθρώπου
- Linderungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταπράυνση πόνουκαταπράυνση πόνου