καταπολέμηση
[katapoˈlemisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bekämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταπολέμησηκαταπολέμηση
esempi
- καταπολέμηση παρασίτωνSchädlingsbekämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταπολέμηση του εγκλήματοςVerbrechensbekämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταπολέμηση τρομοκρατίαςTerrorismusbekämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f