καταπιεστικός
[katapiestiˈkos], καταπιεστική, καταπιεστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unterdrückendκαταπιεστικόςκαταπιεστικός
- dominantκαταπιεστικός ψυχολογία | Psychologieψυχολκαταπιεστικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ