καταναγκαστικός
[katanaŋgastiˈkos], καταναγκαστική, καταναγκαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
-
- καταναγκαστικός γάμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZwangseheθηλυκό | Femininum, weiblich fZwangsheiratθηλυκό | Femininum, weiblich f