κατανάλωση
[kataˈnalosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verbrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατανάλωσηκατανάλωση
- Konsumαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατανάλωση μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτκατανάλωση μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
esempi
- κατανάλωση αερίουGasverbrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατανάλωση αλκοόλAlkoholgenussαρσενικό | Maskulinum, männlich mAlkoholkonsumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατανάλωση ναρκωτικώνDrogenkonsumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi